-
1 διανεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανεύω
-
2 κεφαλή
κεφᾰλή, ἡ,A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th. 525 (lyr.), once in S., Aj. 238 (anap.), also in E., Fr. 308 (anap.), Rh. 226 (lyr.), al.;ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39
; κεφαλῇ.. μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων.. κεφαλήν ib. 193 Aristarch.: freq. with Preps.,a κατὰ κεφαλῆς, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head,κόνιν.. χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24
, cf. Od.8.85, etc.b κατὰ κεφαλήν, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλήν on the head,Ἐρύλαον.. βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412
, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κ. κ. τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κ. κ. ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (-ὴν codd.), CP6.18.10 (-ῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol. 1272a14, LXX Ex.16.16;κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17
(iii B. C.).c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.23.169;τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κ. σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl. 650
.d ἐπὶ κεφαλήν head foremost, ἐπὶ κ. κατορύξαι to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr. 251;ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R. 553b
;ἐπὶ τὴν κ. εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138
;εὐθὺς ἐπὶ κ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12
; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κ. εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R. 600d.2 as the noblest part, periphr. for the whole person,πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55
, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κ. no less than my self, Il.18.82;ἑᾷ κ. Pi.O.7.67
; esp. in salutation,φίλη κ. Il.8.281
, cf. 18.114;ἠθείη κ. 23.94
;Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh. 226
(lyr.): in Prose,Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr. 264a
;τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a
: in bad sense,ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29
;ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285
: periphr. in Prose, : in bad sense,ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117
, cf. 18.153;ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8
(iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.3 life,ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242
;σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162
; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ.ἀποβαλέεις Hdt.8.65
.4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833;ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40
;ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290
; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar. Pax 1063, Pl. 526;σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd. 283e
;τὰ μὲν πρότερον.. ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
;οἷς ἂν.. τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν D.18.294
;τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κ. ὑμῶν Act.Ap. 18.6
.II of things, extremity,a in Botany, κ. σκορόδου head ( = inflorescence) of garlic, Ar.Pl. 718, cf. Plb.12.6.4;κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2
; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κ. τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA 510a14, cf. Gal.4.565; μηροῦ, κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA 654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.d in pl., source of a river, Hdt.4.91 (butsg., mouth,οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48
): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr. 21a; starting-point,κ. χρόνου Placit. 2.32.2
( κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κ. μηνός ib.12.IV κ. περίθετος wig, head-dress, Ar.Th. 258.V metaph., κ. δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.2 crown, completion,κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti. 69b
;ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb. 66d
, cf. Grg. 505d;ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN 1141a19
; consummation,σχεῖν κ. Pl.Ti. 39d
.3 sum, total,πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36
; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.). -
3 μόνος
μόνος, η, ον, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] μοῦνος, the only form used by Hom. (as in all derivs. exc. μονόω), Hes., and Hdt., also by Pi.P.9.27, I.5(4).12, B.3.80, al., by S. both in iamb. and lyr., by A. only in compd. μουνώψ, by E. only in μούναρχος: [dialect] Dor. [full] μῶνος Theoc.2.64, 20.45:—A alone, solitary,μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Il.4.388
;ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών Od.3.217
;μούνω ἄνευθ' ἄλλων 16.239
: joined with ἐρῆμος, S. Ant. 887, Ph. 470;μόνοι γὰρ ἐσμέν Luc.JTr.21
;ἄνθρωπος πρεσβύτης καὶ μ. BGU180.23
(ii A.D.);φυγὴ μόνου πρὸς μόνον Plot.6.9.11
.2 c. gen., σοῦ μόνος bereft of thee, without thee, S.Aj. 511; alsoμοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193
, S.Ph. 183 (lyr.);ἑτάρων ἄπο μ. A.R.3.908
.II only,μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε, μοῦνον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Od.16.118
, cf. Il.9.482;μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers. 838
, cf. 632 (anap.), Pr. 425 (lyr.), etc.; χοίνικος μόνας ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.Ach. 814; single,οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλὰ.. δύω Hes.Op.11
, cf. S.OT 1280; εἷς μοῦνος or μόνος, Hdt.1.38, S. OT63: once in Hom.,μία μούνη Od.23.227
: joined withαὐτός, αὐτὼ μόνω Pl.Ly. 211c
;αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι Id.Plt. 307e
.2 c. gen., μοῦνος ποταμῶν alone of rivers, Hdt.2.25, cf. 29;μ. θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr. 161
;μ. τῶν ἄλλων ποιητῶν Lycurg.102
; but μοῦνος πάντων ἀνθρώπων he and no other of all men, Hdt.1.25; ἀνδρῶν γε μοῦνος he and no other, S.OC 1250, cf. El. 531;ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.).3 freq. repeated in the same clause,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
; Ἕκτορος μόνος μόνου.. ἐναντίος ib. 1283;σὺν τέκνοις μόνη μόνοις E.Med. 513
;μόνος μόνῳ D.18.137
.4 expressing rhetorically pre-eminence in an action or quality, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ are unique for causing possession, Pl.Smp. 215c, cf. 222a, S.OC 261, OT 299, Isoc.14.57; [ἐπέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων Lys.24.9
.III [comp] Sup. μονώτατος one above all others, Ar. Eq. 352, Pl. 182, Lycurg.89, Theoc.15.137, Phld.Rh.1.350 S.B Adv. [full] μόνως, on one condition only, folld. by εἰ, Th.8.81, X. Mem.1.5.5, Cyr.3.2.23; in one way only, Them.in Ph.29.22, al.; in a unique manner, Dam.Pr.98: later, simply, only, Phld.Oec.p.53 J., Ph. 1.559, AP12.254 (Strat.), Iamb.Myst.4.7, Procl.in Prm.p.479 S.II neut. as Adv., μόνον alone, only,οὐχ ἅπαξ μ. A.Pr. 211
, etc.: freq. with imper.,μ. φύλαξαι Id.Supp. 1012
;ἀποκρίνου μ. Pl.Grg. 494d
; soμ. Κράτος συγγένοιτό σοι A.Ch. 244
;μὴ 'μὲ καταπίῃς μ. E.Cyc. 219
, etc.; ἐὰν μ. if only, Arist.Pol. 1292a3; οὐσίαν.., οὐ χωριστὴν μ. only not separable, Id.Metaph. 1025b28.2 οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ .. Ar. Eq. 1282, X.Cyr.1.6.17, etc.; οὐ μ., ἀλλὰ .. S.Ph. 555: μόνον is sts. omitted,μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄπωθεν Th.4.92
, cf. E.Hipp. 359, Ph. 1480 (lyr.).3 μόνον οὐ all but, well nigh, Ar.V. 516, D.19.220, etc.; : in codd. freq. written μονονού, Plb.3.109.2, etc.;μονονουχί D.1.2
, Plb.3.102.4.III κατὰ μόνας alone, Th.1.32, 37, Is.7.38, Arist.Pol. 1281b34, etc.IV μόνῃ, = μόνον, Plu.2.583d codd. (Prob.from Μόν ϝος.) -
4 ἐπίκειμαι
A to be laid upon, and so,I. of doors, to be put to or closed (cf.ἐπιτίθημι 11
),θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od.6.19
: metaph.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
.2. generally, to be placed, lie in or on, c. dat.,ἐπισκύνιον ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118
; of troops, ὄχθαις Ἴστρου ἐ. Hdn.2.9.1.3. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνῳ (- ου codd.) ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt. 7.6; so ἐ. τῇ Θρηΐκῃ ib. 185; ἐπὶ [τῇ Λακαίνῃ χώρῃ] ib. 235, cf. Th.4.53: abs., αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Id.2.14, cf. 4.44; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάσσῃ lies right across the sea, of Crete, Arist. Pol. 1271b34;ἡ ἐπικειμένη τινὸς γῆ PTeb.50.6
(ii B.C.).II. to be laid upon,ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ' ἔπεσι Thgn. 19
(so lit., σφραγὶς οὐκ ἐ. BGU 361 iii 29 (ii A.D.), etc.); ἐπίκειται ἀγνώμων σῇ κεφαλῇστέφανος Thgn.1259
, cf. X.Oec.19.13;ἐ. ἐπί τινος Hero Spir.1.38
, al., D.C.67.16: metaph.,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il.6.458
, cf. 1 Ep.Cor.9.16; of a duty,οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν Plu.2.786f
.2. press upon, be urgent in entreaty, Hdt.5.104; press upon a retreating enemy, attack, Βοιωτοῖσι ib.81; to be urgent against, Id.6.49; ἐπεκείμηναὐτοῖς ἐνοχλῶν PLips.36.7
(iv A.D.): abs.,κἀπικείσομαι βαρύς E. Rh. 101
;κἀπικείμενος βόα Ar.Eq. 252
; ;ἐ. λαμπρῶς Th.7.71
;πολὺς δ' ἐπέκειτο Theoc.22.90
; of a crowd,ἐ. τινί Ev.Luc.5.1
.3. hang over, τηλικούτωνἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν X.Mem.2.1.5
; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται the penalty imposed is death, Hdt.2.38, cf. 6.58, Arist.Pol. 1297a18; τῷ ἄρξαντι μεγάλα ἐπιτίμια ἐ. Antipho 4.4.7;ζημία.. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70
;ὁ ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn.1.13.4
.4. of a name, to be imposed, Pl.Cra. 411c, Prt. 349c.5. metaph., σκώμματα ἐπικείμενα suitable to the purpose, pointed, Longin. 34.2.6. to be set in authority,ἐπὶ τοῦ πυρός Corp.Herm.1.13
; ἐπικείμενοςἈλεξανδρείας PLips. 102i8
, etc.III. c. acc. rei, esp. in part., κἀπικείμενον κάρα κυνέας head with helmet set thereon, E.Supp. 716 (dub. constr.);ἐ. κυνῆν τῆς κεφαλῆς Hld.5.22
; στέφανον ἐπικείμενος with a crown on one's head, Plu.Marc.22; ἄπικας ἐπικείμενοιταῖς κεφαλαῖς D.H.2.70
;σεμνὸν ἐπικειμένη τὸ κάλλος J.AJ11.6.9
;ἀγγέλου ἢ θεράποντος ἐπικείμενος πρόσωπον Plu.Lys.23
; ἐπέκειτο ὠτειλάς he bore scars upon him, App.Mith.6; ἱερὰν ἐσθῆτα ἐ. Id.BC4.134;φθίμενος τήνδ' ἐπίκειμαι κόνιν Epigr.Gr.622.6
; κιθάραν.. κόλλοπας ἐπικειμένην fitted with pegs, Luc.Ind.10: metaph., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι exposed to.., App.BC4.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκειμαι
-
5 ἐπιρραίνω
A sprinkle upon or over,ὕδωρ τινί Theoc. 24.98
, cf. Arist.GA 758a16;καρποὺς ταῖς κεφαλαῖς D.H.7.72
; ἐπὶ τὰᾠὰ τὸν θορόν Arist.HA 567b5
, cf. Dsc.5.78 ([voice] Pass.).II. besprinkle, c.acc., Arist.HA 567b9;βωμὸν κατέχριεν ἐπιρραίνων ἑπτάκις Ph.2.157
:—[voice] Pass., Arist.GA 756a24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρραίνω
См. также в других словарях:
επιθρηνώ — ἐπιθρηνῶ, έω (Α) 1. θρηνώ, κλαίω για κάτι και γενικά κλαίω 2. (με δοτ.) θρηνώ πάνω σε κάτι («ταῖς κεφαλαῖς ἐπιθρηνεῖν τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἔφαγον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… … Dictionary of Greek